- ευδιαχώρητος
- εὐδιαχώρητος, -ον (Α)(για τροφές) εύπεπτος.[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -διαχωρητος (< διαχωρώ), πρβλ. α-διαχώρητος, δυσ-διαχώρητος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
εὐδιαχώρητος — easy to digest and pass masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐδιαχώρητον — εὐδιαχώρητος easy to digest and pass masc/fem acc sg εὐδιαχώρητος easy to digest and pass neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐδιαχωρητότερος — εὐδιαχώρητος easy to digest and pass masc nom comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ευέκκριτος — εὐέκκριτος, ον (Α) (για τροφή) αυτός που εκκρίνεται εύκολα από το σώμα, ο ευδιαχώρητος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + έκ κριτος (< εκ κρίνω)] … Dictionary of Greek